- επιμαίνω
- ἐπιμαίνω (AM)1. κάνω κάποιον να αισθανθεί μανιώδη έρωτα2. ασχολούμαι με πάθος με ερωτικές υποθέσειςαρχ.1. παθ. ἐπιμαίνομαικατέχομαι από σφοδρό έρωτα2. μαίνομαι από οργή3. ορμώ παράφορα εναντίον κάποιου4. ποθώ κάτι υπερβολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μαίνω «εξοργίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.